συναμφότερος

συναμφότερος
-έρα, -ον, ΜΑ
1. συν. στον πληθ. συναμφότεροι, -αι, -α
και οι δύο μαζί (α. «τί πωλεῑς σαυτὴν ἢ τὰ ῥόδα ἠὲ συναμφότερα;», Ανθ. Παλ.
β. «συναμφοτέρους μοῑρα λάβοι θανάτου», Θέογν.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ συναμφότερον, τὰ συναμφότερα
α) και τα δύο μαζί ή και οι δύο μαζί («πάνυ δὴ ἀσπάζεται τὸ ξυναμφότερον», Πλάτ.)
β) μαθημ. το άθροισμα δύο πραγμάτων
(| μσν. παράλληλος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ συναμφότερος
ο αριθμός που αποτελεί άθροισμα δύο άλλων
2. φρ. α) «τοῡτο συναμφότερον» — συνενωμένα αυτά που έχουν αναφερθεί (Δημοσθ.)
β) «ἐν συναμφοτέροις» — σε συνδυασμό, σε ταυτόχρονη ύπαρξη (Ωριγ.).
επίρρ...
συναμφοτέρως Α
με δύο τρόπους ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀμφότεροι «και οι δύο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναμφότερος — συναμφότεροι both together masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HEROES — dicti sunt a veteribus viri nobiles, et illustres, qui mortales cum esent, rerum tamen a se gestarum magnitudine, quam proxime ad Deos immortales accessêrunt, eamque apud vulgus opinionem emeruêrunt, ut post mortem in Deorum numerum crdantur… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συναμφοτέρως — Α επίρρ. βλ. συναμφότερος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”